κεντρίζω — stimulate pres subj act 1st sg κεντρίζω stimulate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίζω — κεντρίζω, κέντρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κεντρίζω — (ΑΜ κεντρίζω) [κέντρον] 1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο») 2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί 3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την … Dictionary of Greek
κεντρίζω — κέντρισα, κεντρίστηκα, κεντρισμένος 1. κεντώ με το κέντρο ή άλλο αιχμηρό όργανο: Τονκέντρισε η μέλισσα. 2. παρακινώ: Του κέντρισε τον ενθουσιασμό του. 3. μπολιάζω: Κεντρίζει τα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεκεντρισμένα — κεντρίζω stimulate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκεντρισμένᾱ , κεντρίζω stimulate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκεντρισμένᾱ , κεντρίζω stimulate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίζῃ — κεντρίζω stimulate pres subj mp 2nd sg κεντρίζω stimulate pres ind mp 2nd sg κεντρίζω stimulate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντριζόμενον — κεντρίζω stimulate pres part mp masc acc sg κεντρίζω stimulate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίζει — κεντρίζω stimulate pres ind mp 2nd sg κεντρίζω stimulate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίζοντα — κεντρίζω stimulate pres part act neut nom/voc/acc pl κεντρίζω stimulate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίζουσι — κεντρίζω stimulate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κεντρίζω stimulate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίσαι — κεντρίζω stimulate aor inf act κεντρίσαῑ , κεντρίζω stimulate aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)